μυόφορβος

μυόφορβος
μυόφορβος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που τρέφεται με ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -φόρβος (< φορβή < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. πολύ-φορβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”